Το Greenland Dock (στα ελληνικά: αποβάθρα της Γροιλανδίας) είναι η παλαιότερη (από 1699) δεξαμενή ναυπήγησης και αποβάθρα του Λονδίνου, που βρίσκεται στο Ρόδερχαϊθ στην περιοχή της πόλης που είναι σήμερα γνωστή ως Docklands. Ήταν μέρος των εμπορικών αποβαθρών του Σάρρεϋ (Surrey), οι περισσότερες από τις οποίες σήμερα έχουν επιχωματωθεί. Σήμερα η αποβάθρα του Greenland Dock χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον ελλιμενισμό μικρών σκαφών αναψυχής και είναι μία από τις δύο λειτουργικές κλειστές αποβάθρες (μαρίνες) στη νότια όχθη του Ρόδερχαϊθ. Η άλλη μαρίνα είναι η South Dock (51°29′36″N 0°02′8.8″W) που βρίσκεται δίπλα και νότια της Greenland Dock και είναι σημαντικά μικρότερη. Η ονομασία της προήλθε λόγω της χρήσης της από Γροιλανδούς φαλαινοθήρες κατά τον 18ο αιώνα. Οδικά απέχει 3,5 χλμ από τη Γέφυρα του Λονδίνου.
Η αποβάθρα κατέχει σημαντική θέση στη ναυτιλιακή και εμπορική ιστορία του Λονδίνου.
Η πρώτη δεξαμενή ναυπήγησης στο Λονδίνο, πιθανότατα και σε ολόκληρη την Αγγλία, κατασκευάστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα και ονομαζόταν «Howland Great Wet Dock», από τον Sir Giles Howland από το Streatham, ο οποίος είχε αγοράσει την περιοχή. Ο Sir G.H. είχε χριστεί ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ και ήταν από τα πρώτα μέλη της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών.
Στη συνέχεια ο John Howland (π. 1652-1686) κληρονόμος του Sir G.H., παραχώρησε την ιδιοκτησία στον Wriothesley Russell (π. 1680-1711) γόνο της αριστοκρατικής οικογένειας Russell, ως μέρος γαμήλιας προίκας για την κόρη του Elizabeth (1682-1724), και μάλιστα με τη συμφωνία να εκμεταλλευτεί και να αναπτύξει περισσότερο την περιουσία. Οι Russell για να αναβαθμίσουν την περιουσία τους, απέκτησαν κοινοβουλευτική άδεια το 1696 για να κατασκευάσουν μια ορθογώνια αποβάθρα με έκταση περίπου 40 στρεμμάτων (10 acres), ικανή να φιλοξενήσει περίπου 120 πλοία. Η αποβάθρα κατασκευάστηκε μεταξύ 1696 και 1700. Σχεδιάστηκε από τον τοπικό ναυπηγό, John Wells και προοριζόταν για την επισκευή των πλοίων της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών.
Το 1725, τη μισθώνει η South Sea Company για να τη χρησιμοποιούν τα φαλαινοθηρικά της Γροιλανδίας. Το 1763, οι Russell πωλούν την αποβάθρα στους John και William Wells. Η αποβάθρα μετονομάζεται σε Greenland Dock, λόγω εκτεταμένης χρήσης της από τα φαλαινοθηρικά σκάφη των Γροιλανδών. Στην αποβάθρα δημιουργούνται εγκαταστάσεις για την εξαγωγή και επεξεργασία του λίπους από τις φάλαινες.
Σε σχέδιο της εποχής του 1717, φαίνεται η αποβάθρα να περιβάλλεται από μεγάλη αγροτική περιοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από τη μικρή τότε πόλη του Λονδίνου. Γύρω από την ορθογώνια αποβάθρα στις τρεις χερσαίες πλευρές της (βόρεια, δυτικά και νότια) διακρίνονται σειρές από δένδρα που χρησίμευαν στην προστασία των ελλιμενισμένων πλοίων από τους δυνατούς ανέμους. Στη δυτική πλευρά υπήρχε και το αρχοντικό των Russell.
Στα ανατολικά της αποβάθρας,επί του ποταμού Τάμεση, αριστερά και δεξιά της εισόδου, υπήρχαν θέσεις (dry shipyards) για ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Η μεγάλη δεξιά της εισόδου - η βόρεια - στην κατεύθυνση από ανατολή προς δύση (στην εικόνα) ονομαζόταν Greenland Dock (North) Shipyard και εκτιμάται ότι υπήρχε από το 1660. Η μεγάλη αριστερά της εισόδου - η νότια - ονομαζόταν Greenland Dock (South) Shipyard και πιθανότατα κατασκευάστηκε το 1700, όταν κατασκευάστηκε και η μεγάλη αποβάθρα.
Πιθανότατα το πρώτο πλοίο που ναυπηγήθηκε ήταν το «Tonqueen», το 1681, από τον Richard Wells, για λογαριασμό της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Το 1698 κατασκευάζεται το πρώτο πολεμικό, το «Winchester» με 42 πυροβόλα. Όταν φτιάχτηκε η νότια θέση ναυπήγησης μισθώθηκε στην οικογένεια Burchett, που το 1702 κατασκεύασε το πολεμικό Monck, με 60 πυροβόλα.
Το 1760, τα δύο ναυπηγία (North και South) μισθώνονται από τον John Randall. Μετά τον θάνατο του Randall, το 1802, τα ναυπηγία τα αναλαμβάνει ο Daniel Brent, που προηγουμένως είχε υπάρξει συνεταίρος του. Ο D.Brent ναυπηγεί αυτή την εποχή μερικά από τα πρώτα ατμόπλοια.
Το 1806 η αποβάθρα πωλήθηκε στον έμπορο ξυλείας William Richie, ο οποίος χρησιμοποιεί την αποβάθρα για τη μεταφορά ξυλείας από τη Νορβηγία και τις Βαλτική. Το 1807 δημιουργείται η εταιρία Commercial Dock Company, που αγοράζει από τον W. Richie την αποβάθρα και σταδιακά γειτονικές ιδιοκτησίες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο W. Richie ίδρυσε την εταιρία Commercial Dock Company. Πιθανότατα την ίδρυσε τη μετοχοποίησε και διατήρησε μέρος των μετοχών πουλώντας τις υπόλοιπες.
Την ίδια εποχή αναπτύσσονται στην περιοχή ανταγωνιστικές εταιρίες με κυριότερη την Grand Surrey Canal Company (1802). Ακολουθούν συνεργασίες και συγχωνεύσεις μεταξύ αυτών των εταιριών. Το 1855 συγχωνεύονται Commercial Dock Company και Grand Surrey Dock Company. Το 1864-5, οι δύο μεγάλες εταιρείες Commercial Dock Company και Surrey Canal Company (Surrey Docks) συγχωνεύονται σε μία με την επωνυμία Surrey Commercial Dock Company, η οποία κατέχει έκταση που κυμαίνεται στα 1470 - 1800 στρέμματα (365 - 450 acres), υδάτινη και χερσαία. Λόγω του μεγέθους της σχεδόν μονοπωλεί - κατέχει το 80% - του εμπορίου ξυλείας στο Λονδίνο.
Το Greenland Dock παρέμεινε στο κέντρο του εμπορίου ξυλείας του Λονδίνου για πάνω από έναν αιώνα. Μεγάλο μέρος της ξυλείας έφτανε με μικρά ιστιοφόρα σκάφη από την περιοχή της Βαλτικής, μέχρι που αυτά εκτοπίστηκαν από μεγάλα ατμόπλοια.
Μεταξύ του 1895-1904, η αποβάθρα επεκτάθηκε κατά μήκος προς τα δυτικά. Το έργο πραγματοποιήθηκε από τον Sir John Wolfe-Barry, τον μηχανικό που προηγουμένως είχε κατασκευάσει τη Γέφυρα του Λονδίνου (Tower Bridge). Υπερδιπλασιάστηκε σε μήκος και σχεδόν διπλασιάστηκε σε βάθος. Έφτανε μέχρι τις αποβάθρες της Canada Dock. Στο σημείο που ενωνόταν με την Canada Dock κατασκευάστηκε κινητή γέφυρα (Redriff Road Bridge), η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα (51°29′39.5″N 0°02′40.7″W), δεν είναι όμως λειτουργική λόγω των επιχωματώσεων που έγιναν μετά το 1970 (φωτο). Όταν ολοκληρώθηκε η επέκταση κάλυπτε μια έκταση 85 στρεμμάτων (21 acres), με βάθος 9,4 μέτρα (31 πόδια) και μήκος 716 μέτρα (2,350 πόδια). Το θυρόφραγμα (δεξαμενή ανύψωσης) της εισόδου ήταν 170 μέτρα μήκος, 24 μέτρα πλάτος και είχε βάθος 35 μέτρα. Μετά την επέκταση μπορούσε να δεχτεί μεγάλα φορτηγά πλοία και επιβατηγά υπερωκεάνια που εκτελούσαν δρομολόγια στον Καναδά.
Το 1906 όλες οι αποβάθρες του Λονδίνου, συγχωνεύθηκαν υπό τη διεύθυνση του Λιμένος του Λονδίνου.
Στην αποβάθρα εκτός από τα μεγάλα ατμόπλοια συνέχισαν να ελλιμενίζονται και τα μικρότερα που έφερναν ξυλεία από τις χώρες της Βαλτικής. Έτσι μέσα και γύρω από τη μεγάλη αποβάθρα Greenland Dock δημιουργήθηκαν μικρότεροι χώροι που εξυπηρετούσαν το εμπόριο ξυλείας και ανάλογα με την προέλευση των φορτίων ονομάστηκαν αποβάθρες της Φινλανδίας, Σουηδίας, Νορβηγίας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η αποβάθρα υπέστη σημαντικές ζημιές από από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Εμπορεύματα και μεγάλο μέρος των εγκαταστάσεων καταστράφηκαν όπως αποθήκες και κυρίως το θυρόφραγμα της εισόδου.
Μετά τον πόλεμο οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και υπήρξε μια σύντομη ευημερία. Ωστόσο, οι τεχνολογικές αλλαγές στη ναυτιλιακή βιομηχανία οδηγούν βαθμιαία την αποβάθρα σε παρακμή. Οι εργασίες των αχθοφόρων καταργήθηκαν από το 1958 όταν άρχισε να συσκευάζεται η ξυλεία. Λίγο καιρό αργότερα, επικρατεί η χρήση εμπορευματοκιβωτίων, με μεγάλες ποσότητες φορτίου που δύσκολα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν στις αποβάθρες του Λονδίνου. Το 1970, οι αποβάθρες του Σάρρεϋ έκλεισαν και η αποβάθρα του Greenland Dock πωλείται στο δήμο του Southwark (1977).
Owlapps.net - since 2012 - Les chouettes applications du hibou