Aller au contenu principal

New wave μουσική


New wave μουσική


Το Νιου Γουέιβ (New wave) είναι ένα μουσικό είδος, το οποίο συνδυάζει ποικίλα μουσικά είδη με ποπ στοιχεία και εμφανίστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τη δεκαετία 1980. Θεωρείται μια πιο ελαφριά και μελωδική εκδοχή της πανκ μουσικής, που συνήθως περιλαμβάνει τη χρήση συνθεσάιζερ. Αρχικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα διάφορα μουσικά είδη που προέκυψαν μετά την πανκ ροκ μουσική και σε αρκετές περιπτώσεις την ίδια την πανκ μουσική της εποχής. Αργότερα, ο όρος "νιου γουέιβ" καθιερώθηκε από τους κριτικούς ως ένας όρος- ομπρέλα, που περιλαμβάνει πολλά δημοφιλή μουσικά είδη της εποχής, όπως την power pop, τη synth-pop, την εναλλακτική χορευτική μουσική και τη λιγότερο σκληρή πανκ. Επίσης, θεωρείτε ως ένα πιο προσιτό προς το ευρύ κοινό είδος, που συγγενεύει με το είδος της ποστ-πανκ μουσικής.

Ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά της νιου γουέιβ μουσικής είναι τα εύθυμα, χιουμοριστικά ή ιδιόμορφα ποπ στοιχεία, οι κοφτοί, σπασμωδικοί ρυθμοί και τα ανάλογα ριφς κιθάρας, η χρήση ηλεκτρονικών οργάνων, σε συνδυασμό με ένα ιδιαίτερο στυλ εμφάνισης των καλλιτεχνών και των βίντεο κλιπ. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, σχεδόν κάθε καινούριο ποπ και ποπ ροκ μουσικό σχήμα – και ιδιαίτερα εκείνα που χρησιμοποιούσαν συνθεσάιζερ – χαρακτηρίστηκε ως νιου γουέιβ. Αν και οι καλλιτέχνες της new wave μοιράζονται τη do-it-yourself φιλοσοφία της πανκ κουλτούρας, επηρεάστηκαν περισσότερο από τα μουσικά είδη της δεκαετίας του '50 και τον ελαφρύ ποπ ήχο της δεκαετίας του '60, ενώ ήταν αντίθετοι με τις οργισμένες, πολιτικές εκφάνσεις της πανκ ροκ, καθώς και με το "εταιρικό" είδος της ροκ, που ονομάστηκε αρένα ροκ.

Το μουσικό είδος της νιου γουέιβ κορυφώθηκε εμπορικά από τα τέλη της δεκαετίας του '70 έως τις αρχές της δεκαετίας του '80, από πολλούς σημαντικούς μουσικούς, αλλά και πλήθος καλλιτεχνών της μίας επιτυχίας. Το μουσικό τηλεοπτικό δίκτυο MTV, που ιδρύθηκε το 1981, προώθησε συστηματικά τη new-wave μουσική, ενισχύοντας τη δημοτικότητα του είδους. Στα μέσα της δεκαετίας του '80, η δημοτικότητά της νιου γουέιβ μειώθηκε εξαιτίας της εμφάνισης νέων μουσικών ειδών, όπως η New Romantic, η New Pop και η New Music. Από τη δεκαετία του '90 κι έπειτα, το είδος της νιου γουέιβ αναζωπυρώθηκε πολλές φορές λόγω της νοσταλγίας αρκετών καλλιτεχνών, που είχαν επηρεαστεί από το συγκεκριμένο είδος μουσικής.

Χαρακτηριστικά

Ο όρος νιου γουέιβ αναφέρεται σε μια μεγάλη ποικιλία μουσικών στυλ, τα οποία μοιράζονται έναν ιδιόρρυθμο, ανάλαφρο, εύθυμο και χιουμοριστικό τόνο, που κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής στα τέλη της δεκαετίας του '70 και του '80. Περιλαμβάνει διάφορα μουσικά είδη, που συνδυάζουν στοιχεία ποπ μουσικής από τη συγκεκριμένη περίοδο. Στα κοινά χαρακτηριστικά της νιου γουέιβ, συμπεριλαμβάνονται το εύθυμο, χιουμοριστικό ύφος, οι ποπ επιρροές, η χρήση ηλεκτρονικών ήχων και το ιδιαίτερο στυλ των βίντεο κλιπ και της μόδας που ακολουθούν οι καλλιτέχνες και το κοινό τους. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Σάιμον Ρέινολντς, η νιου γουέιβ μουσική είχε μια σπασμωδική, ταραγμένη αίσθηση. Οι μουσικοί, συχνά, έπαιζαν κιθάρα με ασταθείς και γρήγορους ρυθμούς, τα πλήκτρα και η δομή της μελωδίας χαρακτηρίζονται από συχνές παύσεις και οι τραγουδιστές ερμηνεύουν σε υψηλούς, τσιριχτούς τόνους.

Η νιου γουέιβ μουσική εμφανίστηκε στη Βρετανία, από όπου προέρχονται πολλοί από τους πρώτους καλλιτέχνες του είδους. Τα βρετανικά μουσικά σχήματα έγιναν γνωστά στην Αμερική, εν μέρει, λόγω τηλεοπτικών δικτύων, όπως το MTV, τα οποία αναμετέδιδαν βρετανικά new wave βίντεο κλιπ, καθώς τα περισσότερα επιτυχημένα αμερικανικά τραγούδια δεν διέθεταν βίντεο κλιπ.

Στην πλειοψηφία τους, τα αμερικανικά νιου γουέιβ μουσικά σχήματα στα τέλη της δεκαετίας του '70, απαρτίζονταν από άντρες, προερχόμενους από λευκά μεσοαστικά περιβάλλοντα. Σύμφωνα με τον μελετητή Θίο Κατεφόρης, οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες παρουσίαζαν σκόπιμα και με υπερβολικό τρόπο αυτά τους τα χαρακτηριστικά, με σκοπό να τα επικρίνουν και να αντικατοπτρίσουν την ταυτότητά τους. Οι καλλιτέχνες του είδους, όπως οι Talking Heads, οι Devo και ο Έλβις Κοστέλο, χόρευαν με ρομποτικό τρόπο, ερμήνευαν με τσιριχτά φωνητικά και φορούσαν ρούχα που έκρυβαν το σώμα, όπως κοστούμια και μεγάλα γυαλιά. Η εικόνα αυτή έμοιαζε ριζοσπαστική στο κοινό που προτιμούσε τα είδη αντικουλτούρας, τα οποία έδιναν έμφαση στη φιλοσοφία της χαλαρής ζωής και την ανοιχτή σεξουαλικότητα.

Αν και η νιου γουέιβ μοιράζεται την do-it-yourself καλλιτεχνική φιλοσοφία της πανκ κουλτούρας, οι μουσικοί της επηρεάστηκαν περισσότερο από τους καλλιτέχνες και τον ήχο της ποπ μουσικής της δεκαετίας του '60, ενώ ήταν αντίθετοι με το είδος της δημοφιλούς "εταιρικής"ροκ, το οποίο θεωρούσαν δημιουργικά στάσιμο, καθώς και με τις οργισμένες και πολιτικές θέσεις της πανκ ροκ. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αρκετά αξιοσημείωτα νιου γουέιβ μουσικά σχήματα πειραματίστηκαν, συνδυάζοντας την ποπ και τη ροκ μουσική με αφρικανικά και αφροαμερικανικά μουσικά είδη. Οι Adam and the Ants και οι Bow Wow Wow, που είχαν συνάψει επαγγελματικούς δεσμούς με τον πρώην μάνατζερ των Sex Pistols, Μάλκομ Μακλάρεν, χρησιμοποιούσαν κρουστά από την μουσική παράδοση του Μπουρούντι. Το άλμπουμ των Talking Heads, με τίτλο Remain in Light, αξιολογήθηκε θετικά ως μια επαναστατική συγχώνευση της νιου γουέιβ με αφρικανικά μουσικά στυλ παρά το γεγονός ότι ο ντράμερ του συγκροτήματος, Κρίς Φραντζ, δήλωσε πως συνειδητοποίησε αυτή την υποτιθέμενη αφρικανική επιρροή μόνο μετά τα δημοσιεύματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας, Αφροαμερικανοί καλλιτέχνες, όπως η Γκρέις Τζόουνς, η Τζάνετ Τζάκσον και ο Prince, υιοθέτησαν στοιχεία νιου γουέιβ μουσικής, θέτοντας τις βάσεις για το μουσικό είδος της Minneapolis sound.

Ιστορία

Πρόδρομοι καλλιτέχνες

Οι Velvet Underground θεωρούνται πρωτοπόροι για την επιρροή τους στα μουσικά είδη της νιου γουέιβ, ποστ-πανκ και εναλλακτικής ροκ μουσικής. Οι Roxy Music επηρρέασαν, επίσης, σημαντικά το είδος, όπως και η μουσική των Ντέιβιντ Μπόουι, Iggy Pop και Μπράιαν Ένο.

Αρχές της δεκαετίας του '70

Σύμφωνα με τη New Rolling Stone Encyclopedia of Rock, ο όρος "νιου γουέιβ" θεωρείται τόσο ευρύς και αόριστος που «πρακτικά δεν έχει νόημα». Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Παρκ Πούτερμπο, ο όρος «δεν περιγράφει τόσο ένα μεμονωμένο μουσικό στυλ, αλλά χαράζει μια γραμμή στο χρόνο, διακρίνοντας το είδος που προηγήθηκε από αυτό που ακολούθησε». Προέκυψε για να περιγράψει τη μουσική που εμφανίστηκε μετά την πανκ ροκ, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της πανκ στη Βρετανία. Ο μελετητής Θίο Κατεφόρης θεωρεί, πως ο όρος χρησιμοποιήθηκε με σκοπό την εμπορευματοποίηση των πανκ συγκροτημάτων από τα μέσα ενημέρωσης:

«Τα πανκ ροκ ή νιου γουέιβ συγκροτήματα εξέφρασαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τη δυσαρέσκειά τους για τις επικρατούσες ροκ τάσεις της εποχής. Έβλεπαν με περιφρόνηση τα progressive rock συγκροτήματα, όπως οι Emerson Lake and Palmer και Pink Floyd και αντ' αυτού διοχέτευσαν την ενέργειά τους σε έναν πιο απογυμνωμένο ήχο… Τα μέσα ενημέρωσης, ωστόσο, παρουσίασαν τα πανκ συγκροτήματα, όπως οι Sex Pistols και τους θαυμαστές τους ως βίαιους και απείθαρχους, και τελικά το πανκ στιγματίστηκε —ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες— καθιστώντας τη μουσική τους, ουσιαστικά, μη εμπορεύσιμη. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν διάφοροι καλλιτέχνες, όπως οι The Cars, The Police, ο Elvis Costello και οι The Attractions, που συνδύασαν την ενέργεια και την επαναστατική στάση της πανκ με έναν ήχο, πιο προσιτό, εκλεπτυσμένο και φιλικό προς το ραδιόφωνο. Αυτοί οι καλλιτέχνες κατηγοριοποιήθηκαν και διατέθηκαν στην αγορά αποκλειστικά με την ετικέτα "νιου γουέιβ".»

Ήδη από το 1973, μουσικοκριτικοί, όπως οι Νικ Κεντ και Ντέιβ Μαρς, χρησιμοποίησαν τον όρο "νιου γουέιβ" για να ταξινομήσουν συγκροτήματα με έδρα τη Νέα Υόρκη, όπως οι Velvet Underground και οι New York Dolls. Στις ΗΠΑ, ο χαρακτηρισμός αποδόθηκε, αρχικά στα όχι και τόσο πανκ συγκροτήματα που εμφανιζόντουσαν στο κλαμπ CBGB της Νέας Υόρκης (π.χ. Talking Heads, Mink DeVille and Blondie), καθώς και στην πρωτο-πανκ σκηνή του Οχάιο, που περιλάμβανε τους Devo, Electric eels, Rocket from the Tombs και Pere Ubu. Ορισμένα σημαντικά συγκροτήματα του είδους, όπως οι Suicide και οι Modern Lovers είχαν κάνει ήδη το ντεμπούτο τους. Ο ιδιοκτήτης του CBGB, Χίλλυ Κρίσταλ, δήλωσε στην πρώτη, αφιερωμένη στο κλαμπ, τηλεοπτική εκπομπή τον Μάρτιο του 1974, πως θεωρεί το κλαμπ του ως την αρχή της new wave. Πολλοί μουσικοί, των οποίων η μουσική θα είχε, υπό άλλες συνθήκες, χαρακτηρισθεί ως πανκ, αντ' αυτού θεωρήθηκε νιου γουέιβ. To 1977, η δισκογραφική Phonogram Records κυκλοφόρησε ένα συλλογικό άλμπουμ, με τίτλο New Wave. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ συμπεριλαμβάνονται τραγούδια από ποικίλα αμερικανικά συγκροτήματα, όπως οι The Dead Boys, Ramones, Talking Heads και The Runaways.

Μέσα έως τέλη της δεκαετίας του '70

Μεταξύ του 1976 και 1977, οι όροι "νιου γουέιβ" και "πανκ" χρησιμοποιήθηκαν ως ισοδύναμοι. Ο ιστορικός Βέρνον Τζόινσον θεωρεί ότι το είδος της νιου γουέιβ εμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 1976, όταν πολλά συγκροτήματα άρχισαν να απομακρύνονται από το είδος της πανκ μουσικής. Την ίδια χρονιά, ο όρος απέκτησε ευρεία αποδοχή, όταν εμφανίστηκε σε βρετανικά πανκ φανζίν, όπως το Sniffin' Glue και σε εβδομαδιαία μουσικά περιοδικά, όπως τα Melody Maker και New Musical Express. Τον Νοέμβριο του 1976, η δημοσιογράφος Καρολίν Κουν χρησιμοποίησε τον όρο "νιου γουέιβ", που είχε επινοήσει ο Μάλκομ Μακλάρεν, με σκοπό να προσδιορίσει τη μουσική συγκροτημάτων που δεν ήταν ακριβώς πανκ, αλλά σχετίζονταν με την πανκ μουσική σκηνή. Η βρετανική παμπ ροκ σκηνή των μέσων της δεκαετίας του 1970, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς από τους πιο επιτυχημένους, εμπορικά, νιου γουέιβ καλλιτέχνες, όπως οι Ian Dury, Nick Lowe, Eddie and the Hot Rods και Dr. Feelgood.

Σε συνέντευξή του στο CBS News, ο τραγουδιστής των ABC, Μάρτιν Φράι περιέγραψε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ως «μια έκρηξη που προέκυψε μετά την πανκ ροκ στη Βρετανία – μια ολόκληρη γενιά που ενδιαφερόταν να κάνει πιο εκλεπτυσμένη μουσική. Αυτό, προφανώς, οδήγησε σε μια χρυσή εποχή με τους Duran Duran, Spandau Ballet, Human League, ABC, Depeche Mode και άλλα πολλά συγκροτήματα σαν αυτούς».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος της δισκογραφικής εταιρείας Sire Records, Σέιμουρ Στάιν, θεωρώντας πως ο όρος "πανκ" θα επηρέαζε αρνητικά τις πωλήσεις των μουσικών σχημάτων της δισκογραφικής που εμφανιζόντουσαν στο κλαμπ CBGB, ξεκίνησε μια καμπάνια με τίτλο "Don't Call It Punk" (ελληνικά: μην το αποκαλείται πανκ), με σκοπό την αντικατάσταση του όρου "πανκ" με τον όρο "νιου γουέιβ". Επίσης, πολλοί ραδιοφωνικοί σύμβουλοι έπεισαν τους πελάτες τους πως ο όρος "πανκ" αποτελεί εφήμερη μόδα, με αποτέλεσμα να αποδεχθούν κι αυτοί τον καινούριο όρο. Όπως οι κινηματογραφιστές του γαλλικού κινήματος του New Wave (Νουβελ Βαγκ), από όπου πήρε το όνομά του και το μουσικό είδος, τα νιου γουέιβ συγκροτήματα, όπως οι Ramones και οι Talking Heads ήταν ανεξάρτητα, αντίθετα με τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και πειραματίζονταν έντονα με τον ήχο τους. Αρχικά, οι περισσότεροι Αμερικανοί δημοσιογράφοι και κριτικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο "νιου γουέιβ" για να αναφερθούν, αποκλειστικά, στα βρετανικά πανκ μουσικά σχήματα. Τον Δεκέμβριο του 1976, το μουσικό περιοδικό The New York Rocker, όντας καχύποπτο με τον όρο "πανκ", έγινε το πρώτο αμερικανικό περιοδικό που χρησιμοποίησε με ενθουσιασμό τον όρο "νιου γουέιβ", αρχικά για να χαρακτηρίσει τα βρετανικά σχήματα και αργότερα για τα συγκροτήματα που εμφανιζόντουσαν στο κλαμπ CBGB. Το λιτό μουσικό ύφος και οι αισιόδοξοι ρυθμοί θεωρήθηκαν από επαγγελμτίες του χώρου, όπως ο Στάιν, ως αναγκαία για την επιστροφή στην ενέργεια του ροκ εντ ρολ και του ροκ της δεκαετίας του '60, που είχε μειωθεί τη δεκαετία του '70 με την εμφάνιση των progressive rock συγκροτημάτων και των θεαματικών εμφανίσεών τους σε στάδια. 

Μέχρι το τέλος του 1977, ο όρος "νιου γουέιβ" είχε αντικαταστήσει τον όρο "πανκ" για να περιγράψει τη νέα underground μουσική του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις αρχές του 1978, οι Βρετανοί XTC κυκλοφόρησαν το σινγκλ "This Is Pop" ως άμεση απάντηση στον χαρακτηρισμό "νιου γουέιβ", που τους αποδόθηκε. Ο τραγουδιστής τους, Άντυ Πάρτριτζ, δήλωσε, αργότερα, αναφερόμενος και σε άλλα συγκροτήματα, που όπως και οι ίδιοι, χαρακτηρίστηκαν νιου γουέιβ: «Ας είμαστε ειλικρινείς [...] Αυτό που παίζουμε είναι ποπ... Μην προσπαθείτε να του προσδώσετε νέα φανταχτερά ονόματα ή λέξεις που έχετε επινοήσει, γιατί είναι ξεκάθαρα απλώς ποπ μουσική. Ήμασταν ένα νέο ποπ συγκρότημα. Αυτό είναι όλο».

Δεκαετία του '80

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, το είδος της νιου γουέιβ, σταδιακά, σταμάτησε να συσχετίζεται με την πανκ μουσική στην κοινή αντίληψη. Το 1989, ο μουσικοκριτικός Μπιλ Φλάναγκαν δήλωσε: «Σιγά σιγά τα τελευταία ίχνη της πανκ αποσυνδέθηκαν από τη νιου γουέιβ, καθώς ο όρος "νιου γουέιβ" μετασχηματίστηκε, χαρακτηρίζοντας, αρχικά, την μουσική των Talking Heads, μετά των The Cars και στη συνέχεια των Duran Duran, ώσπου τελικά, έφτασε να προσδιορίζει τη μουσική των Wham!». Σχεδόν κάθε καινούριο ποπ/ ροκ μουσικό σχήμα, και ιδιαίτερα όσα χρησιμοποιούσαν συνθεσάιζερ, χαρακτηρίστηκε ως "νιου γουέιβ". Από το 1983 περίπου, η αμερικανική μουσική βιομηχανία ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τον γενικότερο όρο "νέα μουσική (αγγλικά:new music)", ώστε να κατηγοριοποιήσει τα πρωτοεμφανιζόμενα μουσικά είδη, όπως η "νέα ποπ (αγγλικά:new pop)" και ο "Νέος Ρομαντισμός (αγγλικά: new romantism)'. Στη Βρετανία, οι δημοσιογράφοι και οι μουσικοκριτικοί εγκατέλειψαν, σε μεγάλο βαθμό, τους όρους "νιου γουέιβ" και "νέα μουσική" και στράφηκαν σε διαφορετικούς όρους για να χαρακτηρίσουν τα νέα μουσικά υποείδη, όπως η "synth-pop". Ο Πίτερ Ίβερς, που ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έγινε ο οικοδεσπότης του τηλεοπτικό προγράμματος <i>New Wave Theatre</i>, όπου παρουσίαζε ανερχόμενα μουσικά σχήματα της underground νιου γουέιβ σκηνής. Σύμφωνα με τον ραδιοφωνικό σταθμό NTS, Ίβερς ήταν «ένας δεξιοτέχνης τραγουδοποιός και μουσικός, του οποίου οι εμφανίσεις γεφύρωσαν όχι μόνο την αντικουλτούρα με τη νιου γουέιβ μουσική της δεκαετίας του '60, αλλά και τον κινηματογράφο, το θέατρο και τις μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές».

Παρά το γεγονός ότι η πανκ ροκ μουσική επιρρέασε σημαντικά τη δημοφιλή μουσική σκηνή του Ηνωμένου Βασίλειου, στις ΗΠΑ παρέμεινε κομμάτι της underground μουσικής σκηνής.

H νιου γουέιβ συνδεόταν στενά με την πανκ μουσική, ωστόσο εξαφανίστηκε από το προσκήνιο πιο γρήγορα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δυτική Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ. Από τις απαρχές της ακόμα, η πανκ αποτέλεσε σημαντικό φαινόμενο για το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως θεωρήθηκε ένα ασήμαντο γεγονός για τις ΗΠΑ. Όταν τα νιου γουέιβ σχήματα άρχισαν να γίνονται γνωστά στις ΗΠΑ, ο όρος "πανκ"σήμαινε ελάχιστα για το ευρύ κοινό, αν και τα αμερικανικά ροκ κλαμπ και οι ντίσκο συνήθιζαν να παίζουν βρετανικές χορευτικές μίξεις και βίντεο κλιπ ανάμεσα στις ζωντανές εμφανίσεις των μουσικών. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, οι κριτικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο "νιου γουέιβ" ως έναν όρο-ομπρέλα, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, όπως την πάουερ ποπ, τη συνθ-ποπ, την αναβίωση της σκα μουσικής και την λιγότερο σκληρή πανκ ροκ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μουσική εξέλιξη του είδους, με την εμφάνιση της ποστ-πανκ κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής. Σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Ντέιβιντ Σμέι, το 2001: «Η σύγχρονη άποψη των κριτικών δυσφημεί τη νιου γουέιβ ως είδος, παρουσιάζοντάς την ως ένα τέχνασμα μάρκετινγκ με σκοπό την πώληση του λιγότερο σκληρού πανκ, και ως έναν ανούσιο όρο ομπρέλα που συμπεριλαμβάνει συγκροτήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, παρομοιάζοντάς τα· πάουερ ποπ, συνθ-ποπ, αναβιώσεις της σκα, καινοτομίες σε μουσικές σχολές και ανανεωμένοι παμπ ροκ καλλιτέχνες παρουσιάστηκαν όλα ως "νιου γουέιβ"».

Δημοτικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες (1970-1980)

Δεκαετία του '70

Στα μέσα του 1977, τα περιοδικά Time και Newsweek έγραψαν ευνοϊκά άρθρα για το "πανκ/νιου γουέιβ" κίνημα. Τα μουσικά σχήματα, που σχετίζονταν με το συγκεκριμένο είδος, έλαβαν καθόλου ή ελάχιστη υποστήριξη από το ραδιόφωνο και τη μουσική βιομηχανία. Ωστόσο, στις μεγάλες πόλεις αναπτύχθηκαν μικρές μουσικές σκηνές τους είδους. Τον επόμενο χρόνο, η δημόσια υποστήριξη παρέμεινε περιορισμένη και προερχόταν, κυρίως, από ανθρώπους του καλλιτεχνικού, μποέμ και διανοούμενου κόσμου, καθώς στα τσαρτς κυριαρχούσαν τα μουσικά είδη της αρένα ροκ και της ντίσκο.

Από τα τέλη του 1978 μέχρι και το 1979, τα μουσικά σχήματα, που συνδέονταν με την πανκ ή που συνδύαζαν την πανκ με άλλα μουσικά είδη άρχισαν, σταδιακά, να εμφανίζονται στα τσαρτς και να μεταδίδονται σε ροκ ραδιοφωνικούς σταθμούς και σε ροκ ντίσκο, συμπεριλαμβανομένων των Blondie, Talking Heads, The Police και The Cars. Το "My Sharona", ένα σινγκλ των The Knack, έγινε το νούμερο ένα σινγκλ του περιοδικού Billboard για το 1979. Η επιτυχία του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα νιου γουέιβ άλμπουμ ήταν πολύ φθηνότερα στην παραγωγή, ώθησε τις δισκογραφικές να υπογράψουν νέα νιου γουέιβ συγκροτήματα, κατά τη διάρκεια της χειρότερής ύφεσης της μουσική βιομηχανίας εδώ και δεκαετίες. Ταυτόχρονα, μια νέα μουσική σκηνή αναπτύχθηκε στο Οχάιο. Το 1980, νιου γουέιβ επιρροές εντοπίζονται στη μουσική μη-νιου-γουέιβ καλλιτεχνών, όπως οι Μπίλι Τζόελ, Ντόνα Σάμερ και Λίντα Ρόνσταν.

Δεκαετία του '80

Στις αρχές του 1980, ο ραδιοφωνικός σύμβουλος Λι Έιμπραμς σημείωσε πως, με λίγες εξαιρέσεις, «δεν πρόκειται να δούμε πολλά από τα σχήματα της νιου γουέιβ να γίνονται επιτυχημένα [στις ΗΠΑ]. Δεν περιμένουμε να έχει μεγάλη επιρροή ως κίνημα». Ο Λι Φέργκιουσον, σύμβουλος του ραδιοφωνικού σταθμού KWST, δήλωσε σε συνέντευξή του, ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Λος Άντζελες απαγόρευαν στους DJ και τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς να χρησιμοποιούν τον όρο νιου γουέιβ και σημείωσε: «Οι περισσότεροι που αποκαλούν τη συγκεκριμένη μουσική νιου γουέιβ, είναι αυτοί που ψάχνουν τρόπο να μην την παίξουν». Τα δεύτερα άλμπουμ νιου γουέιβ μουσικών, των οποίων τα ντεμπούτο άλμπουμ σημείωσαν επιτυχία, αλλά και οι νέοι μουσικοί, που υπέγραψαν συμβόλαια με δισκογραφικές, απέτυχαν να κάνουν πωλήσεις και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί απέσυραν το μεγαλύτερο μέρος των νιου γουέιβ προγραμμάτων τους.

Το 1981, η ίδρυση του MTV σήμανε την πιο επιτυχημένη εποχή του νιου γουέιβ στις ΗΠΑ. Οι Βρετανοί μουσικοί, σε αντίθεση με πολλούς από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους, είχαν αρχίσει από νωρίς να αξιοποιούν τα βίντεο κλιπ. Αρκετά βρετανικά μουσικά σχήματα από ανεξάρτητες δισκογραφικές, ξεπέρασαν σε πωλήσεις τους Αμερικανούς μουσικούς, που ανήκαν σε μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες· ένα φαινόμενο που οι δημοσιογράφοι ονόμασαν «Δεύτερη Βρετανική Εισβολή». Το MTV συνέχισε τη συστηματική αναμετάδοση new wave βίντεο κλιπ μέχρι και το 1987, όταν άρχισε να εστιάζει σε heavy metal και ροκ τραγούδια.

Σε μια δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Γκάλοπ, που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1982, το 14% των Αμερικανών εφήβων κατονόμασε τη νιου γουέιβ ως το αγαπημένο τους είδος μουσικής, καθιστώντας το τρίτο πιο δημοφιλές είδος. Η νιου γουέιβ απέκτησε μεγαλύτερη δημοτικότητά στη Δυτική Ακτή, ενώ σε αντίθεση με άλλα μουσικά είδη, η φυλή δεν αποτελούσε παράγοντα δημοτικότητας για τη new wave μουσική, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των μεγάλων πόλεων ήταν οι πρώτοι που έπαιξαν μουσική νιου γουέιβ συγκροτημάτων, τα οποία συνδύαζαν στοιχεία χορευτικής μουσικής, όπως οι The B-52's, Culture Club, Duran Duran και ABC.

Την ίδια περίοδο, νιου γουέιβ τραγούδια χρησιμοποιήθηκαν ως soundtrack σε διάφορες δημοφιλής ταινίες της εποχής, ιδιαίτερα στις ταινίες ενηλικίωσης του κινήματος των Brat Pack, όπως οι Sixteen Candles, Pretty in Pink, The Breakfast Club και Valley Girl. Ο Τζον Χιούζ, σκηνοθέτης πολλών από τις ταινίες, ενθουσιάστηκε με τη βρετανική νιου γουέιβ μουσική και ενσωμάτωσε στις ταινίες του τραγούδια συγκροτημάτων, όπως οι The Psychedelic Furs, Simple Minds, Orchestral Maneuvers in the Dark και Echo and the Bunnymen, συμβάλλοντας στη δημοτικότητα της νιου γουέιβ μουσικής. Αρκετά από αυτά τα τραγούδια παραμένουν αντιπροσωπευτικά της εποχής. Οι κριτικοί της εποχής περιέγραψαν τα τραγούδια που πρόβαλλε, τότε, το MTV ως ρηχά ή αδιάφορα, ενώ χρησιμοποιήσαν μέχρι και ομοφοβικές προσβολές για να περιγράψουν τους μουσικούς του είδους. Παρά τις αρνητικές κριτικές, το χορευτικό ύφος της μουσικής και η ιδιόμορφη μόδα που υιοθέτησαν οι καλλιτέχνες της νιου γουέιβ, κατέστησαν το είδος ελκυστικό για το κοινό.

Τον Σεπτέμβριο του 1988, το περιοδικό Billboard κυκλοφόρησε το τσαρτ Modern Rock, όπου η παρουσία της νιου γουέιβ ήτανε εμφανής, με πληθώρα μουσικών σχημάτων από το Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία ήτανε δημοφιλείς στις ροκ ντίσκο, ενώ το όνομα του τσαρτ αντανακλά το ότι η new wave μουσική θεωρήθηκε "μοντέρνα". Το ίντι ροκ πνεύμα του new wave συνέβαλλε σημαντικά στην ανάπτυξη της κολεγιακής ροκ, της grunge μουσικής και της εναλλακτιλης ροκ, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 και μετά.

Αναβιώσεις και επιρροή μετά τη δεκαετία του ΄80

Ίντι ροκ και εναλλακτική ροκ

Η δημοτικότητα της νιου γουέιβ μειώθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του '80, από τα ροκ μουσικά ακούσματα που εμφανίστηκαν ως αντίδραση στη μόδα της νιου γουέιβ. Στον απόηχο της grunge μουσικής, ο βρετανικός μουσικός τύπος ξεκίνησε μια εκστρατεία προώθησης του νέου κύματος της νιου γουέιβ, που προέκυψε από μουσικά σχήματα, εμφανώς επηρεασμένα από την πανκ και τη νιου γουέιβ μουσική, όπως οι Elastica. Ωστόσο το νέο κύμα της νιου γουέιβ επισκιάστηκε γρήγορα από την εμφάνιση της Μπριτ ποπ μουσικής.

Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, οι χορευτικοί ρυθμοί των βρετανικών και ευρωπαϊκών νιου γουέιβ καλλιτεχνών, που χρησιμοποιούσαν ευρέως το συνθεσάιζερ, επηρέασαν τα είδη της Eurodisco και της trance μουσικής.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, εμφανίστηκαν ποικίλα μουσικά σχήματα με εμφανείς επιρροές από τη νιου γουέιβ και την ποστ-πανκ μουσική. Τα σχήματα αυτά, συχνά, χαρακτηρίστηκαν ως "Νέο νιου γουέιβ". Η μουσική ιστοσελίδα AllMusic σημειώνει ότι η εμφάνιση αυτών των καλλιτεχνών, τη δεκαετία του 2000, «οδήγησε δημοσιογράφους και λάτρεις της μουσικής να μιλήσουν για μια αναβίωση της ποστ-πανκ και της νιου γουέιβ», ενώ υποστηρίζει ότι αυτή η αναβίωση ήταν «πραγματικά ανάλογη μια συνέχειας, που θα μπορούσε να έχει εντοπιστεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '80».

Ηλεκτρονική μουσική

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το μουσικό είδος της new rave συνδύασε νιου γουέιβ στοιχεία με άλλα μουσικά είδη, όπως η ίντι ροκ και η electro house, και υιοθέτησε αισθητικά στοιχεία των ρέιβ πάρτι, όπως τα light shows και τα glow sticks.

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα New wave music στο Wikimedia Commons

Text submitted to CC-BY-SA license. Source: New wave μουσική by Wikipedia (Historical)


The Flowers Of Romance (new romantic)


The Flowers Of Romance (new romantic)


Οι The Flowers of Romance είναι συγκρότημα της πανκ μουσικής σκηνής. Συστάθηκε το 1999 και τα μέλη του αυτοαποκαλούνται συνέχεια του ομώνυμου συγκροτήματος που εμφανίστηκε το 1976, μέλος του οποίου ήταν και ο Sid Vicious.

Μέλη

  • Tony Blackplait - φωνητικά
  • Al Vainola - κιθάρα
  • Roy Strider - κιθάρα
  • Anti Pathique - μπάσο
  • Anneli Kadakas - κρουστά
  • Pexte Paxter - κρουστά
  • Kaupo Kaldmäe - ήχος

Δισκογραφία

  • Sue Catwoman (2004, CDEP, MFM Records)
  • Sue Catwoman (2004, CD, The Flowers of Romance)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • The Flowers of Romance στο Rate Your Music

Text submitted to CC-BY-SA license. Source: The Flowers Of Romance (new romantic) by Wikipedia (Historical)


Τσαρλς Ρόζεν


Τσαρλς Ρόζεν


Ο Charles Rosen (Charles Rosen, 5 Μαΐου 1927 - 9 Δεκεμβρίου 2012) ήταν Αμερικανός πιανίστας, μουσικολόγος και διδάκτωρ γαλλικής φιλολογίας.

Σπούδασε πιάνο με τον Μόριτς Ρόζενταλ, μαθητή του Λιστ. Ήταν διδάκτωρ γαλλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Πρίνστον.

Το ρεπερτόριο του επικεντρωνόταν στην κλασικο-ρομαντική περίοδο. Θεωρείται επίσης διακεκριμένος ερμηνευτής του Σαίνμπεργκ και του Βέμπερν. Ερμήνευσε σε παγκοσμίως πρώτη εκτέλεση το κοντσέρτο για πιάνο και τσέμπαλο (1961) του Έλιοτ Κάρτερ. Έχει συνεργαστεί στενά με τον Πιέρ Μπουλέζ του οποίου έργα έχει ηχογραφήσει. Από τη δεκαετία του 1990 το συγγραφικό του έργο επισκίασε την ιδιότητά του ως ερμηνευτή.

Το συγγραφικό του έργο έχει συμβάλει σημαντικά στη μουσικολογία. Σημαντικότερα έργα του θεωρούνται τα The Classical Style: Haydn, Mozart, Beethoven (1971), Sonata Forms (1980), The Romantic Generation (1995). Επίσης γράφει τακτικά στο New York Review of Books.

Στο μουσικό λεξικό New Grove Dictionary of Music and Musicians, στο λήμμα για τον μουσικολόγο Oliver Strunk, ο Τσαρλς Ρόζεν, αναφέρεται ως ένας εκ των μαθητών του, αλλά ο ίδιος δηλώνει ότι ποτέ δεν σπούδασε μουσικολογία και επομένως δεν ήταν μαθητής του.

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

  • Arnold Schoenberg (1996. Chicago: University of Chicago Press): ISBN 0-691-02706-4
  • Beethoven's Piano Sonatas: A Short Companion (2001, New Haven: Yale University Press): ISBN 0-300-09070-6
  • The Classical Style (2nd ed., 1997, New York: Norton): ISBN 0-393-31712-9
  • Critical Entertainments: Music Old and New (2001. Cambridge: Harvard University Press): ISBN 0-674-00684-4
  • The Frontiers of Meaning: Three Informal Lectures on Music (1994. New York: Hill and Wang): ISBN 1-871082-65-X
  • The Musical Languages of Elliott Carter (1984. Washington, D.C.: Music Division, Research Services, Library of Congress)
  • Piano Notes: The World of the Pianist (2002: Free Press): ISBN 0-7432-4312-9
  • Romanticism and Realism: The Mythology of Nineteenth-Century Art (with Henri Zerner; 1985. New York: Norton): ISBN 0-393-30196-6
  • Romantic Poets, Critics, and Other Madmen (2000. Cambridge: Harvard University Press): ISBN 0-674-77951-7
  • The Romantic Generation (1998, Cambridge: Harvard University Press): ISBN 0-674-77934-7
  • Sonata Forms (2nd ed., 1988, New York: Norton): ISBN 0-393-30219-9



Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Τσαρλς Ρόζεν by Wikipedia (Historical)


Φαμ φατάλ


Φαμ φατάλ


Η φαμ φατάλ (γαλλικά: femme fatale), μερικές φορές ονομάζεται μοιραία γυναίκα ή δαιμόνισσα, είναι αναγνωρίσιμος χαρακτήρας μυστηριώδους, όμορφης και σαγηνευτικής γυναίκας της οποίας οι γοητείες της παγιδεύουν εραστές, οδηγώντας τους συχνά σε θανατηφόρες παγίδες. Η ικανότητά της να μαγεύει, να δελεάζει και να υπνωτίζει το θύμα της σαν ξόρκι πολλές φορές θεωρείται υπερφυσική και γι' αυτό σήμερα εξακολουθεί να περιγράφεται συχνά ως μάγισσα, γόησσα, σειρήνα, που έχει εξουσία στους άνδρες.

Στις αμερικανικές ταινίες του 20ού αιώνα, οι φαμ φατάλ αναφέρονται ως δαιμόνισσες λόγο της Theda Bara, η οποία έπαιξε την σαγηνευτική γυναίκα που αναφέρεται ως "βαμπίρ " στην ταινία του 1915 “A Fool There Was” . Πολλές γυναίκες μαφιόζες (ειδικά μέλη της ιταλο-αμερικανικής μαφίας ή της ρωσικής μαφίας ) θεωρούνται ως φαμ φατάλ σε πολλές ταινίες, όπως και σε ταινίες του Τζέιμς Μποντ .

Η ονομασία είναι γαλλική και μεταφράζεται ως "μοιραία γυναίκα". Μια φαμ φατάλ προσπαθεί να επιτύχει τον κρυμμένο σκοπό της χρησιμοποιώντας γυναικεία τεχνάσματα όπως η ομορφιά, γοητεία και η σεξουαλικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις, η στάση της απέναντι στη σεξουαλικότητα είναι ελκυστική, ενδιαφέρουσα ή επιπόλαια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιεί ψέματα ή εξαναγκασμούς και όχι γοητεία. Μπορεί επίσης να κάνει χρήση κάποιου φονικού όπλου.

Ιστορία

Η φαμ φατάλ υπάρχει στην ιστορία, τη λαογραφία και τους μύθους πολλών πολιτισμών. Αρχαία μυθικά παραδείγματα περιλαμβάνουν την Λίλιθ, Κίρκη, Μήδεια, Κλυταιμνήστρα. Τα ιστορικά παραδείγματα περιλαμβάνουν την Κλεοπάτρα και τη Μεσσαλίνα, καθώς και τις Βιβλικές φιγούρες Ιεζάβελ και Σαλώμη .

Παραπομπές


Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Φαμ φατάλ by Wikipedia (Historical)


Τζονγκ Γιου-μι (ηθοποιός γεννημένη το 1983)


Τζονγκ Γιου-μι (ηθοποιός γεννημένη το 1983)


Η Τζονγκ Γιου-μι (Χάνγκουλ: 정유미, 18 Ιανουαρίου 1983) είναι Νοτιοκορεάτισσα ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Με το ντεμπούτο της, το 2005, στο Blossom Again, η Τζονγκ απέκτησε δημοτικότητα στη χώρα της. Μετά από αυτήν την ταινία συμμετείχε και σε άλλες, οι οποίες έλαβαν καλές κριτικές όπως το Family Ties (2006), το Chaw (2009) και το My Dear Desperado (2011), καθώς επίσης και στις επιτυχημένες εισπρακτικά The Crucible (2011) και Train to Busan (2016). Κατά τη διάρκεια της καριέρα της έχε λάβει αρκετές υποψηφιότητες και βραβεία στη χώρα της, όπως στα Baeksang Arts Awards, τα Buil Film Awards και στα Blue Dragon Film Awards.

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Jung Yu-mi στην IMDb




Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Τζονγκ Γιου-μι (ηθοποιός γεννημένη το 1983) by Wikipedia (Historical)


Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (ταινία, 1936)


Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (ταινία, 1936)


Η Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας (Πρωτότυπος τίτλος The Charge of the Light Brigade), είναι Αμερικανική δραματική ιστορική περιπέτεια του 1936 σε σκηνοθεσία Μάικλ Κερτίζ. Η ταινία είναι βασισμένη σε ομότιτλο ποίημα του λόρδου Άλφρεντ Τέννυσον, το οποίο ενέπνευσε τους Μάικλ Τζάκομπι και Ρόλαντ Λι να γράψουν το σενάριο που αναφέρεται στην επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Έρολ Φλιν και Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, στη δεύτερή τους κινηματογραφική συνεργασία μετά το Κάπτεν Μπλαντ (Captain Blood, 1935).

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Καλιφόρνια και η οροσειρά της Σιέρα Νεβάδα χρησιμοποιήθηκε για την αναπαράσταση του Περάσματος Χαϊμπέρ.

Υπόθεση

Κριμαϊκός Πόλεμος, 1854, ο στρατηγός Τζέφρι Βίκερς (Έρολ Φλιν) κι ο αδερφός του, Πέρι (Πάτρικ Νόουλες), βρίσκονται σε στρατόπεδο στο Τσουκότι της Ινδίας μαζί με άλλους 27 λογχοφόρους του αγγλικού στρατού ενώ η χώρα αποικιοκρατείται από τους Άγγλους. Ο Πέρι έχει προδώσει τον Τζέφρι εφόσον κατάφερε να ξελογιάσει την αρραβωνιαστικιά του αδελφού του Έλσα (Ολίβια Ντε Χάβιλαντ). Όταν το τάγμα των λογχοφόρων βρίσκεται σε αποστολή, οι άνδρες του Σουράτ Χαν (Σ. Χένρι Γκόρντον) επιτίθενται στον οικισμό του Τσουκότι σκοτώνοντας γυναικόπαιδα. Η Έλσα σώζεται κι ο Τζέφρι ορκίζεται να πάρει εκδίκηση για εκείνους που χάθηκαν. Ακολουθεί η μάχη του Μπαλακλάβα στην οποία η εκδίκηση του Τζέφρι γίνεται πραγματικότητα και το ερωτικό τρίγωνο μεταξύ του Τζέφρι, του Πέρι και της Έλσα εξαλείφεται. Ο Τζέφρι παίρνει τη θέση του σερ Τσαρλς Μέισφιλντ (Χένρι Στίβενσον) στην ηγεσία του τάγματος των λογχοφόρων και διατάζει τους άνδρες του να επιτεθούν στο ρώσικο στρατόπεδο για να σκοτώσουν το Σουράτ Χαν. Η αποστολή εκτελείται στο ακέραιο αλλά έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του ενός τρίτου των λογχοφόρων.

Πληροφορίες παραγωγής

Η ταινία βασισμένη στα περιστατικά που διηγείται το ποίημα του λόρδου Άλφρεντ Τέννυσον, όσον αφορά τον ηρωισμό των Άγγλων λογχοφόρων κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αποτελεί τη δεύτερη από τις εννιά συνεργασίες μεταξύ του Έρολ Φλιν και της αιώνιας αγαπημένης του Ολίβια Ντε Χάβιλαντ καθώς και την τρίτη συνεργασία του Φλιν με τον Μάικλ Κερτίζ. Ο ηθοποιός είχε καταφέρει να γίνει πρώτο όνομα στο Χόλυγουντ ένα χρόνο πριν με την ταινία Κάπτεν Μπλαντ (Captain Blood) η οποία αποτέλεσε σταθμό για τη φιλμογραφία του τρίο (Φλιν, Ντε Χάβιλαντ, Κερτίζ). Η φήμη του φιλμ αμαυρώθηκε όμως και δεν έχει την ίδια φήμη σε σχέση με τα υπόλοιπα blockbusters του Φλιν όπως το Κάπτεν Μπλαντ, το Ρομπέν των Δασών (The Adventures Of Robin Hood, 1938) και το Ο αετός των θαλασσών (Sea Hawk, 1941) λόγω του γεγονότος ότι 25 από τα 125 άλογα που χρησιμοποιήθηκαν για τις σκηνές των μαχών είτε πέθαναν ή χρειάστηκε να θυσιαστούν μετά τα γυρίσματα. Κάποιες από τις σκηνές γυρίστηκαν στο Μεξικό όπου η νομοθεσία σχετικά με την κακοποίηση των ζώων ήταν σχετικά ανύπαρκτη. Μετά από αυτό το Κονγκρέσο αποφάσισε να πάρει ειδικά μέτρα για την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνταν στον κινηματογράφο. Η εταιρία Warner για αυτό το λόγο δεν προώθησε ποτέ ξανά την ταινία.

Ο Έρολ Φλιν επρόκειτο αρχικά να έχει δευτερεύοντα ρόλο στην ταινία Αντόνιο Αντβέρσο (Anthony Adverse, 1936), αλλά δεδομένης της επιτυχίας του Κάπτεν Μπλαντ, ο Τζακ Γουόρνερ τον επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας Ian Hunter was connected to the film early on.. Πρώτη επιλογή για το ρόλο της Ντε Χάβιλαντ ήταν η Ανίτα Λουίζ. Ενώ τα γυρίσματα απεδείχθησαν δύσκολα και γεμάτα προβλήματα καθώς πέρα από την ευθανασία των αλόγων που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία υπήρξε κι ο θάνατος ενός από τους κασκαντέρ. Ο άτυχος άνδρας κατά τη σκηνή της επέλασης στη μάχη του Μπαλακλάβα έπεσε από το άλογό του και προσγειώθηκε πάνω σε ένα σπαθί που βρισκόταν αφημένο εκεί κοντά με τη λεπίδα προς τα πάνω.

Η κλιμάκωση της ταινίας έρχεται με τη μάχη του Μπαλακλάβα, η οποία ενέπνευσε τον Τέννυσον να γράψει το ποίημα με τίτλο Η επέλαση Της Ελαφράς Ταξιαρχίας. Οι λογχοφόροι επέλασαν στην πεδιάδα προσπαθώντας να ανακτήσουν τις ρώσικες θέσεις και πολλοί από εκείνους σκοτώθηκαν. Μέρος του ποιήματος του Τένισον εμφανίζεται ως επιγραφή στην οθόνη συνοδευόμενο από το μουσικό θέμα του Μαξ Στάινερ. Ο Μάικλ Κερτίζ, του οποίου τα αγγλικά δεν ήταν καλά, κατά τη σκηνή της επέλασης φώναξε: Φέρτε τα άδεια άλογα εννοώντας τα άλογα χωρίς ιππείς. Ο Ντέιβιντ Νίβεν που εμφανίζεται σε μικρό ρόλο στην ταινία το χρησιμοποίησε την ατάκα Bring The Empty Horses ως τίτλο για το βιβλίο του σχετικά με τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ.

Η ταινία περιέχει κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, καθώς η ινδική πόλη στην οποία επρόκειτο αρχικά να διαδραματιστούν τα γεγονότα ήταν η Κανπούρ. Η πολιορκία της Κανπούρ από Ινδούς αντάρτες και η σφαγή γυναικόπαιδων αναφέρεται στην ταινία πριν τη μάχη του Μπαλακλάβα που στην πραγματικότητα έγινε τρία χρόνια μετά. Μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου κάποιος παρατήρησε ότι η πολιορκία της Κανπούρ έγινε 3 χρόνια μετά τη μάχη του Μπαλακλάβα κι έτσι το σενάριο υπέστη αλλαγές με την Κανπούρ να μετονομάζεται Τσουκότι.

Στην ταινία επίσης αναφέρεται ότι η μάχη του Μπαλακλάβα έγινε προκειμένου να καταφέρουν οι λογχοφόροι να εισβάλουν στο ρώσικο στρατόπεδο και να σκοτώσουν τον Σουράτ Χαν, ενώ στην πραγματικότητα έγινε λόγω διαμάχης μεταξύ των λόρδων Ράτινγκαν και Ράνγκλαν. Ο Κερτίζ ήταν ενήμερος για την ιστορική ανακρίβεια της ταινίας και στην αρχή της ταινίας αναφέρεται ότι κάποια από τα γεγονότα είναι ανακριβή και χρησιμοποιήθηκαν για ψυχαγωγικούς σκοπούς.

Επανεκτέλεση

Το 1968 ο Άγγλος σκηνοθέτης Τόνι Ρίτσαρντσον επανεκτέλεσε την ταινία του 1936, αυτή τη φορά διατηρώντας ιστορική ακρίβεια και με πρωταγωνιστές τον Τρέβορ Χάουαρντ, τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και τον Τζον Γκίλγκουντ.

Βραβεύσεις

Βράβευση:

  • Βοηθού Σκηνοθεσίας - Τζακ Σάλιβαν

Υποψηφιότητα:

  • Ήχου - Νέιθαν Λέβινσον
  • Μουσικής επένδυσης - Μαξ Στάινερ

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στην IMDb (Αγγλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο AllMovie (Αγγλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο Rotten Tomatoes (Αγγλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο Box Office Mojo (Αγγλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο TCMDB (Αγγλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο AlloCine (Γαλλικά)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο Cine.gr (αρχειοθετημένος)
  • Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου

Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (ταινία, 1936) by Wikipedia (Historical)






Text submitted to CC-BY-SA license. Source: by Wikipedia (Historical)






Text submitted to CC-BY-SA license. Source: by Wikipedia (Historical)


Βίλχελμ Κεμπφ


Βίλχελμ Κεμπφ


Ο Βίλχελμ Βάλτερ Φρίντριχ Κεμπφ (γερμανικά: Wilhelm Walter Friedrich Kempff, 25 Νοεμβρίου 1895 - 23 Μαΐου 1991) ήταν Γερμανός πιανίστας και συνθέτης. Παρόλο που, το ρεπερτόριο του ως πιανίστας ήταν πλούσιο και περιλάμβανε Μπαχ, Μότσαρτ, Σοπέν, Σούμαν, Λιστ και Μπραμς. περισσότερο γνωστός είναι για τις εκτελέσεις του σε έργα του Μπετόβεν και του Σούμπερτ. Μάλιστα ηχογράφησε όλες τις σονάτες τους για πιάνο. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Γερμανούς ερμηνευτές του 20ου αιώνα, αλλά και ένας από τους σπουδαιότερους πιανίστες όλων των εποχών.

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Obituary for Wilhelm Kempff, by B. John Zavrel
  • A discussion of Kempff's work, with a special emphasis on Beethoven, by Christopher Breunig, in Jeunesses Musicales
  • Wilhelm Kempff discography by Frank Forman Αρχειοθετήθηκε 2011-10-01 στο Wayback Machine.
  • Video recordings of Kempff performances, youtube.com
  • Wilhelm Kempff playing στο YouTube the 3rd movement of Beethoven's Moonlight Sonata.
  • Wilhelm Kempff playing Sonate No. 14, "Moonlight" 1st Movement



Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Βίλχελμ Κεμπφ by Wikipedia (Historical)


Τζιν Άρθουρ


Τζιν Άρθουρ


Η Τζιν Άρθουρ (αγγλικά:Jean Arthur, πραγματικό ονομα: Γκλάντις Τζορτζιάνα Γκριν, 17 Οκτωβρίου 1900 - 16 Ιουνίου 1991) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου γνωστή για τη συμμετοχή της σε τρεις από τις σημαντικότερες ταινίες του Φρανκ Κάπρα όπως: Ο πρίγκηψ των δολαρίων (Mr. Deeds Goes to Town, 1936), Δεν θα τα πάρεις μαζί σου (You Can't Take It With You, 1938) και Ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσινγκτον (Mr. Smith Goes to Washington, 1939), στις οποίες ξεδίπλωσε το ταλέντο της ως κομεντιέν και καθιερώθηκε ως κορίτσι της διπλανής πόρτας. Η ηθοποιός, που υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία του Τζορτζ Στίβενς Άστεγοι ερωτευμένοι (The More the Merrier, 1943) είναι επίσης γνωστη για τη συμμετοχή της στις ταινίες: Μόνο οι άγγελοι έχουν φτερά (Only Angels Have Wings, 1939), Ιδιοτροπίες εκατομμυριούχων (The Devil and Miss Jones, 1941), Ανθρώπινη δικαιοσύνη (The Talk of the Town, 1942), Φλόγα και πάθος (A Foreign Affair, 1948) και Άρπαγες της γης (Shane, 1953).

Ο ιστορικός κινηματογράφου Τζέιμς Χάρβεϊ αναφερόμενος στην Τζιν Άρθουρ, στο βιβλίο του Η ιστορία της αισθηματικής κωμωδίας, έγραψε: Κανενός άλλου ηθοποιού το όνομα δεν συνδέθηκε με την σοφιστικέ κομεντί όσο της Τζιν Άρθουρ. Συνδέθηκε αδιάρρηκτα με εκείνη και η προσωπικότητά της, ως κινηματογραφικός αστέρας καθορίστηκε από εκείνη, τόσο ώστε να είναι δύσκολο κανείς να σκεφτεί την αισθηματική κωμωδία της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, χωρίς να αναφερθεί στην Άρθουρ. Ο ιστορικός Ρόμπερτ Όσμπορν τη χαρακτήρισε ως την απόλυτη πρωταγωνίστρια της σοφιστικέ κωμωδίας. Η τελευταία της κινηματογραφική συμμετοχή ήταν στο γουέστερν του 1953 Άρπαγες της γης (Shane) σε ηλικία 53 ετών. Έπειτα η ηθοποιός αποσύρθηκε από τα κινηματογραφικά δρώμενα.

Η Τζιν Άρθουρ κρατούσε την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σε ένα άρθρο στο περιοδικό Life το 1940, γίνεται αναφορά στο όνομά της με τις παρακάτω λέξεις: Μετά την Γκάρμπο, η Άρθουρ είναι η δεύτερη μυστηριώδης γυναίκα του Χόλιγουντ. Η ηθοποιός απέφευγε να δίνει συνεντεύξεις, απέφευγε τους φωτογράφους και δεν επέτρεπε το όνομά της να συνδεθεί σε οποιοδήποτε διαφημιστικό κόλπο.

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

  • Capra, Frank. Frank Capra, The Name Above the Title: An Autobiography. New York: The Macmillan Company, 1971. (ISBN 0-306-80771-8).
  • Harvey, James. Romantic Comedy in Hollywood: From Lubitsch to Sturges. New York: Knopf, 1987. (ISBN 0-394-50339-2).
  • Oller, John. Jean Arthur: The Actress Nobody Knew. New York: Limelight Editions, 1997. (ISBN 0-87910-278-0).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  • Τζιν Άρθουρ Αρχειοθετήθηκε 2021-10-24 στο Wayback Machine., σελίδα στον ιστότοπο Cine.gr (Ελληνικά)
  • Τζιν Άρθουρ στην IMDb (Αγγλικά)

Text submitted to CC-BY-SA license. Source: Τζιν Άρθουρ by Wikipedia (Historical)